δίεδρον

δίεδρον
δίεδρος
sitting apart
masc/fem acc sg
δίεδρος
sitting apart
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίεδρος — η, ο (AM δίεδρος, ον) το ουδ. ως ουσ. το δίεδρο(ν) κάθισμα για δύο ανθρώπους νεοελλ. αυτός που έχει δύο έδρες, δύο ημιεπίπεδα, από την ίδια ευθεία αρχ. 1. (για πουλιά σε οιωνοσκοπία) αυτός που κάθεται ξεχωριστά, ο δυσμενής 2. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • διέδριον — διέδριον, το (Μ) [δίεδρον] έδρα, κάθισμα για δύο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”